αντικοινοβουλευτικός

αντικοινοβουλευτικός
-ή, -ό
1. αντίθετος προς το κοινοβούλιο ή το κοινοβουλευτικό πολίτευμα
2. απροσάρμοστος προς τον τρόπο λειτουργίας της βουλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + κοινοβουλευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Θεόδωρο Φλογαΐτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

  • Μουσολίνι, Μπενίτο — (Benitto Mussolini, Ντόβια ντι Πρεντάπιο, Ρομάνια 1883 – Τζουλιάνο ντι Μετσέγκρα, Κόμο 1945). Ιταλός πολιτικός. Από φτωχή αγροτική οικογένεια της Ρομάνιας, ο Μ. έζησε πολύ φτωχικά στα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του, σιδηρουργός του χωριού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”