- αντικοινοβουλευτικός
- -ή, -ό1. αντίθετος προς το κοινοβούλιο ή το κοινοβουλευτικό πολίτευμα2. απροσάρμοστος προς τον τρόπο λειτουργίας της βουλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + κοινοβουλευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Θεόδωρο Φλογαΐτη].
Dictionary of Greek. 2013.